φεργάδα
Смотреть что такое "φεργάδα" в других словарях:
φεργάδα — η, Ν βλ. φρεγάδα … Dictionary of Greek
φρεγάτα — Τύπος ελαφρού πολεμικού πλοίου με 3 όρθια κατάρτια και πλήρη εξάρτηση δρόμωνα. Στα μέσα του 17ου αι. ως φ. αναφέρονταν μικρά σκάφη, που χρησιμοποιούνταν ως ανιχνευτικά, με λίγα οπλισμένα πυροβόλα. Βαθμιαία όμως μεγάλωναν και οι διαστάσεις της φ … Dictionary of Greek
φρεγάδα — φρεγάδα, η και φρεγάτα, η και φεργάδα, η (λ. ιταλ.) 1. ιστιοφόρο πλοίοτου παλιού πολεμικού ναυτικού με τρία όρθια κατάρτια και πλήρη εξάρτυση δρόμωνα. 2. σύγχρονο ανθυποβρυχιακό πλοίο συνοδείας. 3. μτφ., γυναίκα εύσωμη, καμαρωτή, κομψή, ωραία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)